- πετρελαϊκός
- η , ό[ν] нефтяной, относящийся к нефти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πετρελαϊκός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με το πετρέλαιο («πετρελαϊκή πολιτική») 2. φρ. α) «πετρελαϊκός αιθέρας» βλ. αιθέρας πετρελαϊκός β) «πετρελαϊκός σχιστόλιθος» κάθε λεπτόκοκκο ιζηματογενές πέτρωμα, πλούσιο σε οργανικό υλικό, που μπορεί να δώσει… … Dictionary of Greek
πετρελαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πετρέλαιο: Πετρελαϊκός αιθέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek